- πετευριστήρ
- πετευρ-ιστήρ, ῆρος, ὁ,A tumbler, acrobat, Man.4.278.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πετευριστήρ — και πεταυριστήρ, ῆρος, ὁ Α 1. ακροβάτης 2. μτφ. ο ψύλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετευρίζομαι «αναπηδώ, χορεύω πάνω σε σανίδα» + επίθημα τήρ (πρβλ. κυβιστη τήρ)] … Dictionary of Greek
πεταυριστήρ — ῆρος, ὁ, Α βλ. πετευριστήρ … Dictionary of Greek